περίβλημα — garment neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίβλημα — το, ΝΑ [περιβάλλω] νεοελλ. 1. οτιδήποτε περιβάλλει, περικαλύπτει σκεπάζει, ολοκληρωτικά γύρω γύρω κάτι άλλο, περικάλυμμα, επένδυμα (α. «περίβλημα από μέταλλο» β. «περίβλημα από δέρμα») 2. τεχνολ. κάλυμμα που έχει ως προορισμό τη θερμική προστασία … Dictionary of Greek
ζελατινώδες περίβλημα — Στρώμα αποτελούμενο από γλυκοπρωτεΐνες και θειούχους πολυσακχαρίτες, που περιβάλλει το ωάριο πολλών οργανισμών. Χρησιμεύει για την προσέλκυση και την ενεργοποίηση των σπερματοζωαρίων. Συγκεκριμένα, μία γλυκοπρωτεΐνη του ζ.π. συνδέεται με το… … Dictionary of Greek
περιβλημάτων — περίβλημα garment neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβλήμασι — περίβλημα garment neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβλήμασιν — περίβλημα garment neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβλήματα — περίβλημα garment neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβλήματι — περίβλημα garment neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβλήματος — περίβλημα garment neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινητήρας — Μηχανή η οποία παράγει μηχανική ενέργεια απορροφώντας ενέργεια άλλης μορφής, συνηθέστερα θερμική, ηλεκτρική ή υδραυλική. Η ποσότητα της απορροφώμενης ενέργειας είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την ποσότητα της παραγόμενης, εξαιτίας των απωλειών που… … Dictionary of Greek